- σινάπινος
- σῐνᾱπ-ῐνος, η, ον,A of mustard, Dsc.1.38, Gal.11.870.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σινάπινος — ίνη, ον, Α παρασκευασμένος από σπόρους σιναπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος, ξύλι ινος)] … Dictionary of Greek
σινάπινον — σινάπινος of mustard masc acc sg σινάπινος of mustard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)